εικονογράφηση: Φίλιππος Αβραμίδης |
Ο Φοίβος Δεληβοριάς και η Τάνια Τσανακλίδου είναι οι καλλιτέχνες που έδωσαν τις πιο πρόσφατες αφορμές για φορτισμένες αντιπαραθέσεις σε όσες παρέες δεν έχουν βαρεθεί ακόμα να διαφωνούν «για το μνημόνιο». Ο κύριος Δεληβοριάς ήλθε σε δημόσια αντιπαράθεση με τον Άδωνι Γεωργιάδη με αφορμή το Προσφυγικό, ενώ η κυρία Τσανακλίδου όχι μόνο δεν «γερνάει, μαμά», αλλά μας απείλησε και με «εξέγερση», η οποία «δεν θα είναι αναίμακτη». Και αναπόφευκτα τίθεται το ερώτημα: Γιατί οι Έλληνες τραγουδοποιοί και τραγουδιστές αισθάνονται τόσο συχνά και τόσο έντονα την ανάγκη να αυτοπροσδιοριστούν πολιτικά;
«Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Ακόμα και το φιλελεύθερο Χόλιγουντ έχει αντανακλαστικά αριστερά», λέει ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. «Ο αριστερός καλλιτέχνης έχει την ευθύνη και την υποχρέωση να μιλάει για την αδικία. Βεβαίως, ένας λόγος υπέρ της ισότητας και των δικαιωμάτων θα μπορούσε άριστα να ενταχθεί στη φιλελεύθερη παράδοση. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί καλλιτέχνες αυτοπαγιδεύονται σε μια αριστερή ρητορική». Ο κ. Σωτηρόπουλος επισημαίνει τη διάκριση ανάμεσα στο τραγούδι και στις υπόλοιπες τέχνες, επισημαίνοντας ότι ο αριστερός λόγος στην Ελλάδα εκφράστηκε εντονότερα στο τραγούδι, «γιατί πρόκειται για την τέχνη με τη μεγαλύτερη λαϊκότητα».
«Ε όχι και τον Μάνο»
Η Ελλάδα τυπικά έχει μία, αλλά στην πραγματικότητα έχει τρεις επίσημες θρησκείες. Το τραγούδι και η Αριστερά είναι οι άλλες δύο μετά την Ορθοδοξία. Ποιος καλλιτέχνης του τραγουδιού τόλμησε να πει ότι είναι δεξιός και δεν οδηγήθηκε στο πυρ το εξώτερον; Υπάρχει βέβαια ο Μάνος Χατζιδάκις. Όλοι θυμούνται ότι ο Χατζιδάκις ήταν δεξιός – ακόμα κι όσοι δεν είχαν γεννηθεί όταν πέθανε, το 1994. Αλλά ακόμα κι ο Χατζιδάκις δεν έπαυε να υπενθυμίζει κατά καιρούς ότι ως νέος ήταν αριστερός, ότι ως νεαρός έγραψε τον ύμνο της ΕΠΟΝ. Και όταν είχε δημόσιες θέσεις, όπως στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας τη δεκαετία του ’70, στήριζε καλλιτέχνες αριστερούς, γιατί αναγνώριζε την αξία τους και γιατί, παρότι δεξιός, απεχθανόταν την επίσημη εθνικοφροσύνη της Δεξιάς (την οποία αργότερα αντέγραψε και η Αριστερά). Σε κάθε περίπτωση, μόνο μια προσωπικότητα όπως ο Χατζιδάκις μπορούσε να επιβιώσει στη μεταπολεμική ελληνική τέχνη χωρίς να δηλώνει «αριστερός». Αλλά λέγεται πως όταν το 1989, στο πλαίσιο της εθνικής συμφιλίωσης, κάποιοι προχωρημένοι κομμουνιστές νεολαίοι πρότειναν στην τότε επικεφαλής του τομέα Αθηνών του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα (τη μελλοντική γενική γραμματέα), να καλέσει η ΚΝΕ σε ένα φεστιβάλ της τον Χατζιδάκι, εκείνη απάντησε: «Ε όχι και τον Μάνο».
Όμως γιατί «ε όχι και τον Μάνο»; Γιατί το κομμουνιστικό κίνημα έχτισε μέσω της τέχνης –ιδίως της τέχνης του τραγουδιού, αλλά όχι μόνο...– ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά την ήττα στον Εμφύλιο, την ιδεολογική κατασκευή της ανωτερότητας της αριστερής σκέψης, της αριστερής ηθικής και φυσικά της αριστερής ευαισθησίας. Μια πρόσκληση στον δεξιό και καραμανλικό Χατζιδάκι θα θόλωνε το καλοσχεδιασμένο αφήγημα (ο «Ρήγας» του ΚΚΕ Εσωτερικού είχε καλέσει τον συνθέτη σε φεστιβάλ του). Η ιδεολογική δουλειά της Αριστεράς μέσα από την τέχνη (και κυρίως μέσα από τη μαζική τέχνη του τραγουδιού) εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί η ελληνική κοινωνία ήταν «σαν έτοιμη από καιρό» το 2015 να αποδεχθεί ως πρωτοποριακά τα αυθαίρετα και πεπαλαιωμένα ερμηνευτικά σχήματα της Αριστεράς για την οικονομική κρίση (τα οποία σε άλλες εποχές είχε υιοθετήσει και επιστρατεύσει και το ΠΑΣΟΚ): ένα κατεστημένο, εγχώριο και ξένο, εκμεταλλεύεται επί δεκαετίες έναν αθώο και άδολο λαό και στο τέλος τον πτωχεύει.
Πολιτικολογία αντί πωλήσεων
Θα ρίξουμε όλη την ευθύνη στους καλλιτέχνες για την καθυστέρηση της κοινωνίας να ανταποκριθεί στις περιστάσεις; Όχι βέβαια. Τα πρωτεία των ευθυνών διατηρούν οι πολιτικοί. Έπαιξαν όμως και οι καλλιτέχνες τον ρόλο τους στον σύγχρονο διχασμό, ρίχνοντας άκριτα λάδι στη φωτιά των μνημονίων, παρότι όσοι τους γνωρίζουν ξέρουν ότι οι περισσότεροι έχουν έλλειμμα πληροφόρησης για την πολιτική και τα οικονομικά και πλεόνασμα στερεοτύπων. Έχουν όμως πολλά χρήματα από την εποχή που ακόμα και δυο στιχάκια και μια απλοϊκή μελωδία γέμιζαν τα μαγαζιά και έφερναν χρήμα. Και το χρήμα δεν είναι καλός σύμβουλος όταν δεν υπάρχει το αντίβαρο της σεμνότητας και της μόρφωσης. Κάποτε βέβαια το χρήμα στέρεψε, γιατί το οικονομικό μοντέλο των δισκογραφικών εταιρειών κατέρρευσε διεθνώς (λόγω του Ίντερνετ που μοίρασε τη μουσική δωρεάν). Τραγουδιστές και τραγουδοποιοί, εκεί που για μερικές δεκαετίες έπιαναν κάρβουνο και γινόταν χρυσάφι, βρέθηκαν ξαφνικά, λίγο μετά την ανακάλυψη του smartphone, μόνο με κάρβουνο στα χέρια τους, ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις που είχαν κατεβάσει χρυσάφι από τους ουρανούς της έμπνευσης. Στην Ελλάδα η αγανάκτηση από την επιστροφή στα περιορισμένα οικονομικά μέσα που επέβαλε η νέα τεχνολογία ξέσπασε σε φιλιππικούς κατά της Ευρώπης και του μνημονίου, τους οποίους αναπαρήγαν χωρίς καμία κριτική τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης.
Αλλά ας μην επεκταθούμε. Ήδη στο μυαλό του αναγνώστη ανακαλείται η μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια που τραγούδησε φορώντας το κόκκινο πλαστικό γάντι της καθαρίστριας (έστω κι αν η μητέρα της ήταν καθαρίστρια) και ο ταλαντούχος συνθέτης που ήταν σύμβολο ευαισθησίας, αλλά σήμερα προσεύχεται για τη «σωτηρία της ψυχής» σχεδόν μόνο των αριστερών (ο πατέρας του ήταν συναγωνιστής του Μίκη Θεοδωράκη στο ΕΑΜ), μέσα από αριστοφανικά ορατόρια κατά όλων των άλλων.
Ο Τάκης Σ. Παππάς, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, αναφέρει τρεις κύριες αιτίες για τον επίμονο αυτοπροσδιορισμό ευρύτερα των καλλιτεχνών –και όχι μόνο των τραγουδιστών και των τραγουδοποιών– ως «αριστερών»: «Πρώτον, μια γενική και αφηρημένη πίστη σε ένα ουτοπικό μέλλον, πράγμα που ταιριάζει περισσότερο στις εξαγγελίες της Αριστεράς παρά στον ρεαλισμό του Κέντρου και της Δεξιάς. Δεύτερον, η μόδα της Αριστεράς, η οποία καλλιεργήθηκε ήδη από τις δεκαετίες του ’60 και ’70, αλλά ακόμη κρατεί καλά, ιδίως στον καλλιτεχνικό κόσμο. Και τρίτον, οι δυνατότητες νέων καλλιτεχνών να εξελίξουν τις καριέρες τους σε χώρους όπου οι κατεστημένοι (και καταξιωμένοι) gatekeepers είναι γνωστοί αριστεροί ή, έστω, αριστερόφρονες».
Το (προσωρινό) τέλος των διχασμών
Η Αριστερά είναι πολυσήμαντη. Είναι πολλά πράγματα ταυτόχρονα, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να την εγκλωβίσει σε έναν ορισμό. Να μπορεί να γλιστράει μέσα από τα λόγια. Κανείς να μην μπορεί να την προσδιορίσει σε μια συζήτηση. Θυμίζει κβαντικό μέγεθος που ακολουθεί την Αρχή της Απροσδιοριστίας του Χάιζεμπεργκ, βάσει της οποίας, αν προσπαθήσεις να προσδιορίσεις τη θέση ενός σωματιδίου, χάνεις τη μάζα του και, αν προσδιορίσεις τη μάζα του, χάνεις τη θέση του. Η Αριστερά της Μεταπολίτευσης. Η κομμουνιστική. Η προοδευτική. Η ευρωπαϊκή Αριστερά. Η σοσιαλιστική. Η ριζοσπαστική. Η Κεντροαριστερά. Η συμβιβασμένη Αριστερά. Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Η Αριστερά των διανοουμένων. Η Αριστερά των εργαζομένων. Η Αριστερά που ανταγωνίζεται, αλλά και ταυτίζεται με το ΠΑΣΟΚ. Η Αριστερά που μισεί, αλλά και συνεργάζεται με τη Δεξιά. Αριστερά, Κέντρο και Δεξιά συμπλέκονται – αλλά με την Αριστερά να επιβάλλει την αφήγηση. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας στηρίχθηκε σε μια (όχι και τόσο) άρρητη συμφωνία του κατεστημένου με την έως τότε διωκόμενη Αριστερά. Η Αριστερά απαίτησε το άσυλο στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και νέα σχολικά βιβλία Ιστορίας. Η Δεξιά το δέχθηκε, γιατί η ευρωπαϊκή προοπτική επέβαλλε το τέλος των διχασμών. Έτσι ξεχάστηκαν οι βαριές ευθύνες της Αριστεράς κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, την ίδια ώρα που τα pανεπιστήμια έγιναν χώρος συστηματικής κατήχησης για τις θεωρίες και την προπαγάνδα της.
Πολλοί σαρανταπεντάρηδες σίγουρα θυμούνται ότι ήδη στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο της δεκαετίας του ’70, και ιδιαίτερα των αρχών του ’80, αρκετοί δάσκαλοι και καθηγητές, ορισμένοι από τους οποίους ιδιαίτερα ικανοί στο λειτούργημά τους, δεν έχαναν ευκαιρία να μιλούν ανοιχτά μέσα στις τάξεις για τα θαύματα της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν υπήρχε σχολική γιορτή (με πρώτη τη γιορτή του Πολυτεχνείου) χωρίς έργα του Μίκη που τα μαθαίναμε απέξω. Τα απαγορευμένα έργα του ’60 έγιναν το Κατηχητικό του ’80. Μέσα σε ένα κλίμα αναπαραγωγής αριστερού λόγου και αριστερής σκέψης, τι θα μπορούσαμε να περιμένουμε από τους νέους καλλιτέχνες της Μεταπολίτευσης; Αν ο καλλιτέχνης δεν στρατευόταν στην πώληση της ουτοπίας, θα τον εγκατέλειπαν και το κόμμα, και το πλήθος, και ο Τύπος, και η διανόηση. Δεν θα ήταν χρήσιμος ούτε στους ναούς του έντεχνου τραγουδιού ούτε στα φεστιβάλ της Νεολαίας.
Κι έτσι έγιναν αριστεροί ακόμα και οι πιο ανυποψίαστοι. Κάπως έτσι έφτασε ένας δεξιός καλλιτέχνης όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, που έχει διατελέσει και ευρωβουλευτής της ΝΔ, να ακούσει ένα βράδυ πριν από λίγα χρόνια στο Gazarte, μετά το πρόγραμμα, μια διάσημη νέα τραγουδίστρια που ήρθε στην παρέα του να του λέει «Εν λευκώ» και με μια κάποια κοριτσίστικη αναίδεια: «Ξέρετε, εγώ είμαι κομμούνι». Ο συνθέτης δεν απάντησε. Το έριξε στο καλαμπούρι με τον γνωστό του τρόπο. Οι δεξιοί καλλιτέχνες, που δεν είναι λίγοι, αποφεύγουν αυτές τις συζητήσεις. Γιατί ξέρουν ότι θα μπλέξουν...
Η αιώνια γοητεία της Αριστεράς
Ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Νίκος Μαραντζίδης συμπληρώνει την εικόνα με μια εντελώς διαφορετική άποψη: «Περισσότερο από κάθε κοινωνική ομάδα, η περιπέτεια της παγκόσμιας Αριστεράς και των κινημάτων της γοήτευσε τους διανοουμένους και τους καλλιτέχνες», λέει. «Το αίτημα για κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη αποτέλεσε στη σύγχρονη ιστορία έναν αγωγό συναισθημάτων που όμοιό του η ανθρωπότητα είχε να δει από τις εθνικές επαναστάσεις του 18ου-19ου αιώνα στην Αμερική και στην Ευρώπη. Χάρη στη δύναμη της συγκίνησης που διέθετε και στη συναισθηματική φόρτιση που γεννούσε, το αίτημα αυτό μπόρεσε να διατυπωθεί σε λόγια, μουσικές, πίνακες και ταινίες από χιλιάδες καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο».
Η άποψη του κ. Μαραντζίδη είναι πράγματι εύστοχη. Παρ’ όλα αυτά, και σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει η κοινή γνώμη, οι περισσότεροι Έλληνες καλλιτέχνες του τραγουδιού είναι ή παριστάνουν ότι είναι αφελείς πολιτικά. Παρά τα πολλά ταξίδια τους στο εξωτερικό, μοιάζουν σαν να μην έχουν υποψιαστεί ότι, αν ζούσαν στην Ουγγαρία, στην Τσεχία, στην Πολωνία, στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία, στην Αλβανία και πήγαιναν να τραγουδήσουν σε φεστιβάλ κομμουνιστικού κόμματος, θα ήταν αποσυνάγωγοι της κοινωνίας. Θα είχαν απομονωθεί κοινωνικά και καλλιτεχνικά, γιατί θα εμφανίζονταν ότι υποστηρίζουν μια σκληρή δικτατορία. Θυμάμαι κάποιον φίλο Ευρωπαίο που παρατήρησε σε μια συζήτηση ότι μόνο στην Ελλάδα το σφυροδρέπανο, σύμβολο οπισθοδρόμησης, καταπίεσης και αυταρχισμού σε όλη την Ευρώπη, αναρτάται ακόμα με υπερηφάνεια σε δρόμους και πλατείες. Πόσο διαφορετική από την πολωνική και τη ρουμανική θα ήταν η ελληνική Αριστερά, αν είχε επιβληθεί ως καθεστώς στην Ελλάδα για σαράντα χρόνια; Και όμως, δηλώνουν το «παρών» ακόμα και σήμερα στα ετήσια κομμουνιστικά φεστιβάλ κορυφαίοι Έλληνες και Ελληνίδες καλλιτέχνες. Είναι οι ίδιοι καλλιτέχνες που με αδικαιολόγητη ευκολία ανέχτηκαν τη συγκυβέρνηση Αριστεράς και εθνικιστικής Δεξιάς. Ίσως κρύβεται κάτι σκληρό πίσω από τα γελαστά πρόσωπα των εθνικών ταλέντων. Ίσως να είναι θέμα ψυχρού εμπορικού υπολογισμού. Ή μπορεί απλώς να μη θέλουν ή να μην αντέχουν να αναθεωρήσουν. Ίσως απλώς η εθνική συμφιλίωση που όλοι θεωρούμε δεδομένη να μην έχει βάθος. Οι μνήμες της φτώχειας και της σύγκρουσης που έχουν χαραχτεί στις οικογενειακές μνήμες στις ασπρόμαυρες δεκαετίες δεν σβήνονται εύκολα, όσους πλατινένιους δίσκους κι αν δημιούργησε το εύκολο και φθηνό χρήμα της πληθωριστικής δραχμής, των ευρωπαϊκών πλαισίων στήριξης και του δανεικού ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου