του Ιωάννη Κωτούλα
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός ως πολιτική ιδεολογία και πρακτική δεν εδράζεται στην ενότητα του πολιτισμικού πλαισίου του κοινωνικού συνόλου, θεμελιώνεται απλώς στην πολιτική ενσωμάτωση των αλλοδαπών μεταναστών και των μειονοτικών εθνοτικών ομάδων στην πολιτική ιδεολογία της κοινωνίας, καθώς θεωρεί την ύπαρξη κοινής πολιτικής ιδεολογίας ως σημαντικότερο συνεκτικό παράγοντα σε σχέση με την ύπαρξη κοινής πολιτισμικής παραδοχής, η οποία, άλλωστε, θεωρείται αντιφατική με τις αρχές του φιλελευθερισμού. Ο Rawls θεωρεί ότι το φιλελεύθερο κράτος είναι ουδέτερο απέναντι στις παραλλασσόμενες αντιλήψεις περί του αγαθού.
Η ουδετερότητα αυτή του φιλελεύθερου κράτους ισχύει «όχι με την έννοια ότι υπάρχει ένα συμφωνημένο δημόσιο μέτρο εγγενούς αξίας ή ικανοποίησης, στη βάση του οποίου διακριβώνεται η ισοδυναμία ανάμεσα σε όλες αυτές τις αντιλήψεις, αλλά με την έννοια ότι δεν αξιολογούνται καθόλου». Η ιδέα της φιλελεύθερης ουδετερότητας θεωρεί ότι το κράτος δεν πρέπει να προβαίνει σε ιεράρχηση της αξίας διαφορετικών αντιλήψεων περί αγαθού βίου, απλώς να επιλέγει κάποια αντίληψη με σημείο αναφοράς την εκάστοτε λειτουργική ισχύ της, ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα και η στο διηνεκές λειτουργικότητα των κοινωνικών θεσμών.
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, μάλιστα, διαφοροποιείται από τον περιεκτικό φιλελευθερισμό του John Mill (1806-1873), ο οποίος επικαλείται ως θεμελιώδη ιδεολογική του αρχή την ιδέα της αυτονομίας. Ο περιεκτικός φιλελευθερισμός του Mill βασιζόταν στην αρχή του ορθολογικού αναστοχασμού, στην αρχή της ορθολογικής αναθεωρησιμότητας (rational revisability). Η ορθολογική αναθεωρησιμότητα συνίσταται στην δυνατότητα να μεταβληθεί η αντίληψη περί του αγαθού εκ μέρους του ατόμου, το οποίο διατυπώνει την κρίση. Η αρχή αυτή αποτελεί εννοιολογική προέκταση της φιλελεύθερης αρχής της αυτονομίας. Τα άτομα, δηλαδή, πρέπει να είναι ελεύθερα να προβαίνουν σε μία ορθολογική αποτίμηση των δεδομένων σκοπών τους και ενδεχομένως να αναθεωρούν τους σκοπούς αυτούς, σε περίπτωση που κρίνουν σκόπιμη και αποδοτική μία τέτοια ενέργεια.
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, αντιθέτως, προβαίνει σε σαφείς υποχωρήσεις έναντι της θεωρίας του κοινοτισμού και έναντι της πολυπολιτισμικής θεωρίας, υποβαθμίζοντας την αρχή της αυτονομίας και υιοθετώντας την αρχή της διαφοράς. Αποδεχόμενος, δηλαδή, την εγκυρότητα της πολλαπλότητας αντιλήψεων περί αγαθού εντός ενός κοινωνικού συνόλου, αντιλήψεων, όμως, οι οποίες θεωρούνται δεδομένες, αναλλοίωτες και μη υποκείμενες σε ορθολογική αναθεώρηση –όπως ακριβώς πρεσβεύει τόσο ο κοινοτισμός όσο και η μαξιμαλιστική πολυπολιτισμική θεωρία-, ο πολιτικός φιλελευθερισμός ολισθαίνει στην κατάλυση της αρχής της αυτονομίας. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, επομένως, συνιστά μία λειτουργική αναπροσαρμογή της φιλελεύθερης θεωρίας προς την κατεύθυνση του συμβιβασμού με τις μαξιμαλιστικές αξιώσεις της πολυπολιτισμικής θεωρίας.
Η πρόσληψη των θρησκευτικών απόψεων μίας κοινοτιστικής ομάδας ως μη αναθεωρητέων αντιφάσκει με την επιβεβαίωση της αρχής της αυτονομίας και παραβλέπει τα ιστορικά δεδομένα, καθώς και την περίπτωση μία κοινοτιστική ομάδα να θεωρεί τις ιδιαίτερες παραδοσιακές της πρακτικές μη αναθεωρητέες και αντιστοίχως να πράττει τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο. Σε συνδυασμό δε με το ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητας, η οποία αναπαράγει σε θεσμικό επίπεδο τις ιδιαίτερες αυτές πρακτικές, καταδεικνύεται ότι ο πολιτικός φιλελευθερισμός ουσιαστικά λειτουργεί ως προμετωπίδα μίας ήπιας μορφής πολυπολιτισμικότητας, στην πραγματικότητα, όμως, αποτελεί ένα προστάδιο αυτής. Άλλωστε οι κοινοτιστικές ομάδες, όπως οι ισλαμικές κοινότητες στην Ευρώπη ή οι χριστιανικές σέκτες στις Ηνωμένες Πολιτείες, απορρίπτουν τόσο τον περιεκτικό όσο και τον πολιτικό φιλελευθερισμό, καθώς αντιτίθενται πλήρως στην ιδέα της αυτονομίας και συνεπώς στις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας ή διατηρούν πολιτισμικά έθιμα μη συμβατά με τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, προκαλώντας σοβαρούς κλυδωνισμούς, ιδεολογικούς και θεσμικούς, στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατιών.
Βασική συνεκτική αρχή μίας διαφοροποιημένης κοινωνίας είναι η ειλικρινής αφοσίωση στις δημοκρατικές αρχές και το Σύνταγμα. Οι εκπρόσωποι, όμως, τόσο του πολιτικού όσο και του περιεκτικού φιλελευθερισμού υποπίπτουν σε μία εννοιολογική ταυτολογία, αφού απλώς προτάσσουν ως επιλογή των ατόμων μία αυτονόητη προϋπόθεση σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία, δηλαδή την τήρηση των νόμων και την αποδοχή του πολιτικού πλαισίου, χωρίς να θέτουν στις εθνοτικές κοινότητες των μεταναστών κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις κατάδειξης της επιθυμίας ομαλής συνύπαρξης στο πλαίσιο της κοινωνίας υποδοχής και της βούλησης προσαρμογής στο πολιτισμικό πλαίσιο αυτής. Η θεωρία του φιλελευθερισμού, τόσο στην εκδοχή όσο του περιεκτικού όσο και, ιδίως δε σε αυτήν, του πολιτικού φιλελευθερισμού χαρακτηρίζεται από έναν βαθμό αφέλειας ή έστω καλοπροαίρετης ευμένειας, καθώς θεωρείται ότι η αλληλεγγύη των ατόμων εντός ενός κοινωνικού συνόλου είναι δυνατόν να πηγάζει από μία απλή κοινότητα πεποιθήσεων σχετικά με τις αρχές της δικαιοσύνης.
Το αυτό ισχύει και για τους κοινοτιστές, στον βαθμό που οι εκπρόσωποι της κοινοτιστικής προσέγγισης τείνουν να συγχέουν την επιτυχία των μικρής έκτασης πόλεων-κρατών της αρχαιότητας, οι οποίες ήταν μονοεθνικές και μονοπολιτισμικές, με το εγχείρημα μίας τοπικής οργάνωσης, όπου όμως είναι δυνατόν να υφίστανται και σημαντικές εθνοτικές ή πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των μελών της κοινότητας.
πηγή: ΜπλεΜήλο
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός ως πολιτική ιδεολογία και πρακτική δεν εδράζεται στην ενότητα του πολιτισμικού πλαισίου του κοινωνικού συνόλου, θεμελιώνεται απλώς στην πολιτική ενσωμάτωση των αλλοδαπών μεταναστών και των μειονοτικών εθνοτικών ομάδων στην πολιτική ιδεολογία της κοινωνίας, καθώς θεωρεί την ύπαρξη κοινής πολιτικής ιδεολογίας ως σημαντικότερο συνεκτικό παράγοντα σε σχέση με την ύπαρξη κοινής πολιτισμικής παραδοχής, η οποία, άλλωστε, θεωρείται αντιφατική με τις αρχές του φιλελευθερισμού. Ο Rawls θεωρεί ότι το φιλελεύθερο κράτος είναι ουδέτερο απέναντι στις παραλλασσόμενες αντιλήψεις περί του αγαθού.
Η ουδετερότητα αυτή του φιλελεύθερου κράτους ισχύει «όχι με την έννοια ότι υπάρχει ένα συμφωνημένο δημόσιο μέτρο εγγενούς αξίας ή ικανοποίησης, στη βάση του οποίου διακριβώνεται η ισοδυναμία ανάμεσα σε όλες αυτές τις αντιλήψεις, αλλά με την έννοια ότι δεν αξιολογούνται καθόλου». Η ιδέα της φιλελεύθερης ουδετερότητας θεωρεί ότι το κράτος δεν πρέπει να προβαίνει σε ιεράρχηση της αξίας διαφορετικών αντιλήψεων περί αγαθού βίου, απλώς να επιλέγει κάποια αντίληψη με σημείο αναφοράς την εκάστοτε λειτουργική ισχύ της, ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα και η στο διηνεκές λειτουργικότητα των κοινωνικών θεσμών.
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, μάλιστα, διαφοροποιείται από τον περιεκτικό φιλελευθερισμό του John Mill (1806-1873), ο οποίος επικαλείται ως θεμελιώδη ιδεολογική του αρχή την ιδέα της αυτονομίας. Ο περιεκτικός φιλελευθερισμός του Mill βασιζόταν στην αρχή του ορθολογικού αναστοχασμού, στην αρχή της ορθολογικής αναθεωρησιμότητας (rational revisability). Η ορθολογική αναθεωρησιμότητα συνίσταται στην δυνατότητα να μεταβληθεί η αντίληψη περί του αγαθού εκ μέρους του ατόμου, το οποίο διατυπώνει την κρίση. Η αρχή αυτή αποτελεί εννοιολογική προέκταση της φιλελεύθερης αρχής της αυτονομίας. Τα άτομα, δηλαδή, πρέπει να είναι ελεύθερα να προβαίνουν σε μία ορθολογική αποτίμηση των δεδομένων σκοπών τους και ενδεχομένως να αναθεωρούν τους σκοπούς αυτούς, σε περίπτωση που κρίνουν σκόπιμη και αποδοτική μία τέτοια ενέργεια.
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, αντιθέτως, προβαίνει σε σαφείς υποχωρήσεις έναντι της θεωρίας του κοινοτισμού και έναντι της πολυπολιτισμικής θεωρίας, υποβαθμίζοντας την αρχή της αυτονομίας και υιοθετώντας την αρχή της διαφοράς. Αποδεχόμενος, δηλαδή, την εγκυρότητα της πολλαπλότητας αντιλήψεων περί αγαθού εντός ενός κοινωνικού συνόλου, αντιλήψεων, όμως, οι οποίες θεωρούνται δεδομένες, αναλλοίωτες και μη υποκείμενες σε ορθολογική αναθεώρηση –όπως ακριβώς πρεσβεύει τόσο ο κοινοτισμός όσο και η μαξιμαλιστική πολυπολιτισμική θεωρία-, ο πολιτικός φιλελευθερισμός ολισθαίνει στην κατάλυση της αρχής της αυτονομίας. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, επομένως, συνιστά μία λειτουργική αναπροσαρμογή της φιλελεύθερης θεωρίας προς την κατεύθυνση του συμβιβασμού με τις μαξιμαλιστικές αξιώσεις της πολυπολιτισμικής θεωρίας.
Η πρόσληψη των θρησκευτικών απόψεων μίας κοινοτιστικής ομάδας ως μη αναθεωρητέων αντιφάσκει με την επιβεβαίωση της αρχής της αυτονομίας και παραβλέπει τα ιστορικά δεδομένα, καθώς και την περίπτωση μία κοινοτιστική ομάδα να θεωρεί τις ιδιαίτερες παραδοσιακές της πρακτικές μη αναθεωρητέες και αντιστοίχως να πράττει τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο. Σε συνδυασμό δε με το ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητας, η οποία αναπαράγει σε θεσμικό επίπεδο τις ιδιαίτερες αυτές πρακτικές, καταδεικνύεται ότι ο πολιτικός φιλελευθερισμός ουσιαστικά λειτουργεί ως προμετωπίδα μίας ήπιας μορφής πολυπολιτισμικότητας, στην πραγματικότητα, όμως, αποτελεί ένα προστάδιο αυτής. Άλλωστε οι κοινοτιστικές ομάδες, όπως οι ισλαμικές κοινότητες στην Ευρώπη ή οι χριστιανικές σέκτες στις Ηνωμένες Πολιτείες, απορρίπτουν τόσο τον περιεκτικό όσο και τον πολιτικό φιλελευθερισμό, καθώς αντιτίθενται πλήρως στην ιδέα της αυτονομίας και συνεπώς στις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας ή διατηρούν πολιτισμικά έθιμα μη συμβατά με τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, προκαλώντας σοβαρούς κλυδωνισμούς, ιδεολογικούς και θεσμικούς, στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατιών.
Βασική συνεκτική αρχή μίας διαφοροποιημένης κοινωνίας είναι η ειλικρινής αφοσίωση στις δημοκρατικές αρχές και το Σύνταγμα. Οι εκπρόσωποι, όμως, τόσο του πολιτικού όσο και του περιεκτικού φιλελευθερισμού υποπίπτουν σε μία εννοιολογική ταυτολογία, αφού απλώς προτάσσουν ως επιλογή των ατόμων μία αυτονόητη προϋπόθεση σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία, δηλαδή την τήρηση των νόμων και την αποδοχή του πολιτικού πλαισίου, χωρίς να θέτουν στις εθνοτικές κοινότητες των μεταναστών κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις κατάδειξης της επιθυμίας ομαλής συνύπαρξης στο πλαίσιο της κοινωνίας υποδοχής και της βούλησης προσαρμογής στο πολιτισμικό πλαίσιο αυτής. Η θεωρία του φιλελευθερισμού, τόσο στην εκδοχή όσο του περιεκτικού όσο και, ιδίως δε σε αυτήν, του πολιτικού φιλελευθερισμού χαρακτηρίζεται από έναν βαθμό αφέλειας ή έστω καλοπροαίρετης ευμένειας, καθώς θεωρείται ότι η αλληλεγγύη των ατόμων εντός ενός κοινωνικού συνόλου είναι δυνατόν να πηγάζει από μία απλή κοινότητα πεποιθήσεων σχετικά με τις αρχές της δικαιοσύνης.
Το αυτό ισχύει και για τους κοινοτιστές, στον βαθμό που οι εκπρόσωποι της κοινοτιστικής προσέγγισης τείνουν να συγχέουν την επιτυχία των μικρής έκτασης πόλεων-κρατών της αρχαιότητας, οι οποίες ήταν μονοεθνικές και μονοπολιτισμικές, με το εγχείρημα μίας τοπικής οργάνωσης, όπου όμως είναι δυνατόν να υφίστανται και σημαντικές εθνοτικές ή πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των μελών της κοινότητας.
πηγή: ΜπλεΜήλο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου