Του Ι. Κωτούλα*
Το ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε έως σήμερα από το 1981 μόνον δύο φορές. Ο αποφασιστικός παράγοντας είναι πότε και γιατί πέφτει ένα καθεστώς, πότε δηλαδή χάνει την ιδεολογική και πολιτική του νομιμοποίηση. Το ΠΑΣΟΚ από το 1981 ηττήθηκε το 1989-1990 και το 2004 (η νίκη του 2007 δεν ήταν πτώση του ΠΑΣΟΚ, αλλά επανεκλογή της ΝΔ). Στις δύο αυτές ήττες οι πολιτισμικοί πόλεμοι συνέβαλαν καθοριστικά.
Η πρώτη περίσταση πολιτισμικού πολέμου σημειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και συνέπεσε με την γενική πτώση και απαξίωση του σοσιαλιστικού υποδείγματος σε όλη την Ευρώπη. Η σαφής αντίθεση στον σοσιαλισμό, η οποία σε ιδεολογικό επίπεδο είχε εγκαινιαστεί από τον Αβέρωφ ευθύς αμέσως μετά το Έτος Μηδέν της ελληνικής Δεξιάς, το 1981, συνέβαλε μακροπρόθεσμα στην διαμόρφωση ενός αντι-σοσιαλιστικού πολιτικού λόγου.
Η συντεταγμένη απόπειρα υπεράσπισης της πολιτικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας καταγράφηκε με την ενίσχυση της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας με το Μακεδονικό και με την υπεράσπιση των συμφερόντων της Ελληνικής Δημοκρατίας απέναντι στον φαντασιακό εθνικισμό του πολυεθνοτικού μορφώματος των Σκοπίων.
Το Μακεδονικό δημιούργησε το πρώτο πολιτισμικό κίνημα της Κεντροδεξιάς στην βάση της κοινωνίας, το οποίο, όμως, χωρίς διανοουμένους και χάρις στην εγκόλπωση θέσεών του από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου τα έτη 1993-6 γνώρισε την υποχώρησή του μετά το 1996.
Η δεύτερη περίσταση πολιτισμικού πολέμου σημειώθηκε στις εκλογές του 2004. Παρά τις πολυάριθμες δομικές αδυναμίες της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ η φθορά της κυβέρνησης είχε καταγραφεί ήδη από τους πρώτους μήνες της δεύτερης τετραετίας με την ΝΔ να προηγείται στις δημοσκοπήσεις ήδη από το 2001.
Καθοριστικής σημασίας για την δεύτερη ήττα του ΠΑΣΟΚ ήταν το θέμα των ταυτοτήτων, το οποίο συχνά καθίσταται αντιληπτό με λανθασμένους όρους. Το ζήτημα των ταυτοτήτων παρά τη στήριξή του από την Εκκλησία της Ελλάδος, συσπείρωσε τους πολίτες σε ένα διαπαραταξιακό κίνημα δεξιάς υφής, επειδή εξέφρασε κατ’ ουσίαν πολιτισμικά, όχι αμιγώς θρησκευτικά δεδομένα.
Το θέμα ήταν η υπεράσπιση της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας με την Ορθοδοξία να καθίσταται αντιληπτή ως πολιτισμική, όχι ως θρησκευτική αναφορά, ως εκδήλωση της Κυρίαρχης Εθνικής Κουλτούρας (Leikultur). Το ζήτημα των ταυτοτήτων δεν αφορούσε μία διαμάχη ανάμεσα σε μία πεφωτισμένη δυτικόστροφη ηγεσία και μία ανατολικότροπη κοινωνική βάση, όπως προβλήθηκε, αλλά αντιπαράθεση ανάμεσα σε κοινωνικές ελίτ, παγιδευμένες στη σοσιαλδημοκρατική πολιτική ορθότητα –κυρίαρχη τότε στον δυτικό κόσμο λόγω Δημοκρατικών του Κλίντον και λόγω επικράτησης των Σοσιαλδημοκρατών σε Γερμανία και Γαλλία- και στην κοινωνική πλειονότητα που ανησυχούσε για τις ιδεολογικές ακρότητες των σημιτικών.
Ταυτοχρόνως η αλαζονική στάση των διανοουμένων και των γραφειοκρατών του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι αναβίωσαν ακραίες διεθνιστικές θέσεις, αφενός μιλώντας για ‘ανύπαρκτο κίνδυνο εξ Ανατολών’ αφετέρου επιδιώκοντας να υποβαθμίσουν τη σημασία της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας στο σχολικό πρόγραμμα κατά παραβίαση του Συντάγματος, δημιούργησε το δεύτερο πολιτισμικό κίνημα της Κεντροδεξιάς στην βάση της κοινωνίας, το οποίο μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1990, είχε γνωρίσει υποχώρηση.
Το κίνημα αυτό, ασυντόνιστο και με πολλές αντιφάσεις, διαμόρφωσε μία σημαντική κοινωνική δυναμική από την βάση. Δύο σημεία πρέπει να κρατήσουμε από το κίνημα αυτό: την αντίθεση στην αλαζονική στάση των διανοουμένων της Αριστεράς σε κοινωνικό επίπεδο, την υπεράσπιση της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας σε ιδεολογικό επίπεδο.
Η τρίτη περίπτωση πολιτισμικού πολέμου πρέπει να σημειωθεί σήμερα με άξονα δύο συγκεκριμένα ζητήματα: το μεταναστευτικό και τη μείωση της φορολογίας.
Ενώ στην πρώτη περίπτωση ήττας του ΠΑΣΟΚ το μέγα ζητούμενο ήταν η πτώση του σοσιαλισμού και στην δεύτερη η προστασία της πολιτισμικής ταυτότητας, πλέον το μείζον ζήτημα πολιτισμικής αντιπαράθεσης είναι το μεταναστευτικό, το οποίο πρέπει να νοηματοδοτηθεί όχι ως φοβική αντίδραση, αλλά ως υπεράσπιση της πολιτικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας, ως υπέρβαση των τεράστιων οικονομικών συνεπειών που προκαλεί η μαζική μετανάστευση (η Δανία που περιόρισε τη μαζική μετανάστευση σε δέκα έτη κέρδισε 6 δισεκ. λίρες), άρα ως εργαλειακή ορθολογιστική προσέγγιση, και ως προστασία των αρχών του Διαφωτισμού απέναντι σε ασύμβατες με το ευρωπαϊκό πολιτισμικό πλαίσιο δοξασίες. Χρειάζεται, επομένως, μία κεντροδεξιά εκσυγχρονιστική οπτική.
Η έννοια του ‘σύγχρονου’ και του ‘συντονισμού με την Ευρώπη’ πλέον αφορά στην ιδεολογική κυριαρχία της Κεντροδεξιάς, αφού μετά το 2001 η Κεντροδεξιά κυριαρχεί σε όλη την Ευρώπη (μόνο σε Ελλάδα, Ισπανία και Κύπρο επικρατεί ακόμη πολιτικά η Κεντροαριστερά).
Στις χώρες υποδοχής των μεταναστευτικών ροών η μαζική μετανάστευση ενισχύει σε σημαντικό βαθμό την επανεθνικοποίηση της πολιτικής, προσλαμβανομένης ως επαναφοράς των θεμελιωδών εννοιών της Πολιτικής στο πλαίσιο του έθνους-κράτους. Και αυτό διότι η μετανάστευση ως φαινόμενο συντελεί στην επίταση της αντίληψης θεμελιωδών εννοιών, όπως η πολιτικής υφής έννοια της κυριαρχίας και η ιδεολογικής υφής έννοια της συλλογικής ταυτότητας του κοινωνικού συνόλου.
Η αναφορά στην εθνοτική ταυτότητα των γηγενών, των Ελλήνων και των λοιπών Ευρωπαίων, θα επιτείνεται όσο θα μειώνεται η ηθική νομιμοποίηση ή η πολιτική λειτουργικότητα άλλων μορφών κοινωνικής οργάνωσης, όπως ο συνδικαλισμός και το εργατικό κίνημα. Η μαζική μετανάστευση δεν αναδεικνύει μόνο την διαφορετικότητα των μεταναστών, αλλά και την ιδιαιτερότητα της ταυτότητας των γηγενών.
Καθώς οι πολίτες δεν θα στηρίζουν τα κόμματα εξουσίας για πελατειακούς λόγους, αφού αυτή η συνθήκη αναιρείται με την δραστική μείωση του Δημοσίου, εξυπακούεται ότι θα μεταβληθεί η οπτική τους και τα κίνητρα της πολιτικής συμμετοχής τους. Οι πολίτες πλέον θα ψηφίζουν με βάση συγκεκριμένα ζητήματα: οικονομική πολιτική, μετανάστευση, εξωτερική πολιτική.
Η Κεντροδεξιά σήμερα πρέπει να ταυτιστεί στη συνείδηση των πολιτών και των φορολογουμένων με δύο θεμελιώδη συνθήματα: όχι στη μαζική μετανάστευση και την πολυπολιτισμικότητα (ναι στην επιλεκτική μετανάστευση και την Κυρίαρχη Εθνική Κουλτούρα), όχι στην φορολογία (ναι στην επιχειρηματικότητα).
Τα δύο αυτά συνθήματα χρησιμεύουν για την δημιουργία του τρίτου πολιτισμικού κινήματος της Παράταξης, για την πολιτική ένωση της Κεντροδεξιάς στην βάση υπό το ισχυρότερο κόμμα και για τη μετατροπή μίας υπαρκτής κοινωνικής πλειονότητας σε ισχυρή κεντροδεξιά πολιτική πλειοψηφία.
*Ο Ιωάννης Κωτούλας είναι ιστορικός, υπ.Δρ.Φ., μέλος της Γραμματείας Μεταναστευτικής Πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας.
Πηγή: politis-gr
Πηγή: politis-gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου